- ὀκτωκαιδεκαπλάσιος
- ὀκτωκαιδεκα-πλάσιος [pron. full] [πλᾰ], ον,A eighteen-fold, Aristarch.Sam. 7, Placit.2.31.2, Plu.2.925c, Procl.Hyp.4.107 :—also [suff] ὀκτωκαιδεκα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Archim.Aren.1.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.